ραγάδα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ραγάδα οι ραγάδες
      γενική της ραγάδας των ραγάδων
    αιτιατική τη ραγάδα τις ραγάδες
     κλητική ραγάδα ραγάδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
κοιλιά με ραγάδες

Ετυμολογία

ραγάδα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ῥαγάς[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ɾaˈɣa.ða/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ραγάδα

Ουσιαστικό

ραγάδα θηλυκό

  • η σχισμή, το άνοιγμα του δέρματος όταν τεντώνεται πολύ

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.