Ἰούλιος
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- Ἰούλιος < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή Ἰούλιος < λατινική Iulius
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- Ἰούλιος < (άμεσο δάνειο) λατινική Iulius (από το όνομα του Ιουλίου Καίσαρα, Gaius Iulius Caesar) προς τιμήν του οποίου μετονομάστηκε ο μήνας Quintilis[1] < παλαιά λατινικά *Iovilios < Iovis / Jove < πρωτοϊταλική *djowe- < *djous (μέρα, ουρανός, Δίας) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *dyḗws- (ουρανός, ουράνιος θεός)
Κύριο όνομα
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | Ἰούλιος | οἱ | Ἰούλιοι | ||||
| γενική | τοῦ | Ἰουλίου | τῶν | Ἰουλίων | ||||
| δοτική | τῷ | Ἰουλίῳ | τοῖς | Ἰουλίοις | ||||
| αιτιατική | τὸν | Ἰούλιον | τοὺς | Ἰουλίους | ||||
| κλητική ὦ! | Ἰούλιε | Ἰούλιοι | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Ἰουλίω | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | Ἰουλίοιν | ||||||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ἰούλιος αρσενικό
- ανδρικό όνομα
- που σχετίζται με την Ιουλία γενεά
- (συνεκδοχικά) Ιούλιος, όνομα μήνα του ρωμαϊκού ημερολογίου
- Ἰουλαῖος (μήνας, λεσβιακά)
Επίθετο
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | Ἰούλιος | ἡ | Ἰουλίᾱ | τὸ | Ἰούλιον |
| γενική | τοῦ | Ἰουλίου | τῆς | Ἰουλίᾱς | τοῦ | Ἰουλίου |
| δοτική | τῷ | Ἰουλίῳ | τῇ | Ἰουλίᾳ | τῷ | Ἰουλίῳ |
| αιτιατική | τὸν | Ἰούλιον | τὴν | Ἰουλίᾱν | τὸ | Ἰούλιον |
| κλητική ὦ! | Ἰούλιε | Ἰουλίᾱ | Ἰούλιον | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | Ἰούλιοι | αἱ | Ἰούλιαι | τὰ | Ἰούλιᾰ |
| γενική | τῶν | Ἰουλίων | τῶν | Ἰουλίων | τῶν | Ἰουλίων |
| δοτική | τοῖς | Ἰουλίοις | ταῖς | Ἰουλίαις | τοῖς | Ἰουλίοις |
| αιτιατική | τοὺς | Ἰουλίους | τὰς | Ἰουλίᾱς | τὰ | Ἰούλιᾰ |
| κλητική ὦ! | Ἰούλιοι | Ἰούλιαι | Ἰούλιᾰ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Ἰουλίω | τὼ | Ἰουλίᾱ | τὼ | Ἰουλίω |
| γεν-δοτ | τοῖν | Ἰουλίοιν | τοῖν | Ἰουλίαιν | τοῖν | Ἰουλίοιν |
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λόγιος' όπως «λόγιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ἰούλιος, -α, -ον
- (ελληνιστική κοινή) που σχετίζται με την Ιουλία γενεά
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Πηγές
- Ἰούλιος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.