Quintilis
Λατινικά (la)
Ετυμολογία
- Quintilis < quintus + -ilis (mensis) < quinque < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *pénkʷe
Κύριο όνομα
Quintilis αρσενικό
- (ιστορία) ο πέμπτος μήνας του ρωμαϊκού ημερολογίου, που το 44 π.Χ. μετονομάστηκε σε Ιούλιο, προς τιμήν του Ιουλίου Καίσαρα
Κλίση
| αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
|---|---|---|
| ονομαστική | Quintilis | |
| γενική | Quintilis | |
| δοτική | Quintilī | |
| αιτιατική | Quintilem | |
| κλητική | Quintilis | |
| αφαιρετική | Quintile | |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.