ἡλιοκαής
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | ἡλιοκαής | τὸ | ἡλιοκαές | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | ἡλιοκαοῦς | τοῦ | ἡλιοκαοῦς | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | ἡλιοκαεῖ | τῷ | ἡλιοκαεῖ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | ἡλιοκαῆ | τὸ | ἡλιοκαές | ||
| κλητική ὦ! | ἡλιοκαές | ἡλιοκαές | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | ἡλιοκαεῖς | τὰ | ἡλιοκαῆ | ||
| γενική | τῶν | ἡλιοκαῶν | τῶν | ἡλιοκαῶν | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | ἡλιοκαέσῐ(ν) | τοῖς | ἡλιοκαέσῐ(ν) | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | ἡλιοκαεῖς | τὰ | ἡλιοκαῆ | ||
| κλητική ὦ! | ἡλιοκαεῖς | ἡλιοκαῆ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἡλιοκαεῖ | τὼ | ἡλιοκαεῖ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἡλιοκαοῖν | τοῖν | ἡλιοκαοῖν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'συνεχής' όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ἡλιοκαής (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική ἡλιο- + -καής (καίω)
Επίθετο
ἡλιοκαής, -ής, -ές
- (ελληνιστική κοινή) καμένος από τον ήλιο
- (ελληνιστική κοινή) (το ουδέτερο ως ουσιαστικό) → δείτε τη λέξη ἡλικοκαές είδος φαρμακευτικής σκόνης
Συνώνυμα
- ἁλιόκαυστος
- ἡλιόκαυστος
Πηγές
- ἡλιοκαής - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.