ἡλιοκαής

Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἡλιοκαής τὸ ἡλιοκαές
      γενική τοῦ/τῆς ἡλιοκαοῦς τοῦ ἡλιοκαοῦς
      δοτική τῷ/τῇ ἡλιοκαεῖ τῷ ἡλιοκαεῖ
    αιτιατική τὸν/τὴν ἡλιοκα τὸ ἡλιοκαές
     κλητική ! ἡλιοκαές ἡλιοκαές
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἡλιοκαεῖς τὰ ἡλιοκα
      γενική τῶν ἡλιοκαῶν τῶν ἡλιοκαῶν
      δοτική τοῖς/ταῖς ἡλιοκαέσ(ν) τοῖς ἡλιοκαέσ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἡλιοκαεῖς τὰ ἡλιοκα
     κλητική ! ἡλιοκαεῖς ἡλιοκα
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἡλιοκαεῖ τὼ ἡλιοκαεῖ
      γεν-δοτ τοῖν ἡλιοκαοῖν τοῖν ἡλιοκαοῖν
3η κλίση, Κατηγορία 'συνεχής' όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ἡλιοκαής (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική ἡλιο- + -καής (καίω)

Επίθετο

ἡλιοκαής, -ής, -ές

  1. (ελληνιστική κοινή) καμένος από τον ήλιο
  2. (ελληνιστική κοινή) (το ουδέτερο ως ουσιαστικό)  δείτε τη λέξη ἡλικοκαές είδος φαρμακευτικής σκόνης

Συνώνυμα

  • ἁλιόκαυστος
  • ἡλιόκαυστος

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις ἥλιος και καίω

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.