ἕρκος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|---|
| ἑρκεσ- | |||||
| ονομαστική | τὸ | ἕρκος | τὰ | ἕρκη - ἕρκεᾰ | |
| γενική | τοῦ | ἕρκους - ἕρκεος | τῶν | ἑρκῶν - ἑρκέων | |
| δοτική | τῷ | ἕρκει - ἕρκεῐ̈ | τοῖς | ἕρκεσῐ(ν) | |
| αιτιατική | τὸ | ἕρκος | τὰ | ἕρκη - ἕρκεα | |
| κλητική ὦ! | ἕρκος | ἕρκη - ἕρκεα | |||
| δυϊκός | |||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἕρκει - ἕρκεε | |||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἑρκοῖν - ἑρκέοιν | |||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'βέλος' όπως «βέλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | |||||
Ετυμολογία
- ἕρκος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *serḱ- [1] (κλώθω, τυλίγω)
Συγγενικά
- ἑρκάνη
- ἑρκατή
- ἑρκεῖος
- ἑρκίον (υποκοριστικό)
- ἕρκιος
- ἑρκίτης
- ἑρκοθηρευτικός
- ἑρκοθηρικός
- ἑρκόπεζα
- ἑρκοῦρος
- ἕρκουρος
Σύνθετα
- ἁλιερκής
- ἀμφερκής
- ἀνερκής
- εὐέρκεια
- εὐερκής
- λινοερκής
- ὁμοερκής
Πολυλεκτικοί όροι
Αναφορές
- Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
Πηγές
- ἕρκος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἕρκος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.