χείλη
Νέα ελληνικά
(el)
Προφορά
ΔΦΑ
: /
ˈçi.li
/
Ομόηχο
:
χείλι
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
χείλη
ουδέτερο
ονομαστική
,
αιτιατική
και
κλητική
πληθυντικού
του
χείλος
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.