εὐερκής
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | εὐερκής | τὸ | εὐερκές | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | εὐερκοῦς | τοῦ | εὐερκοῦς | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | εὐερκεῖ | τῷ | εὐερκεῖ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | εὐερκῆ | τὸ | εὐερκές | ||
| κλητική ὦ! | εὐερκές | εὐερκές | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | εὐερκεῖς | τὰ | εὐερκῆ | ||
| γενική | τῶν | εὐερκῶν | τῶν | εὐερκῶν | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | εὐερκέσῐ(ν) | τοῖς | εὐερκέσῐ(ν) | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | εὐερκεῖς | τὰ | εὐερκῆ | ||
| κλητική ὦ! | εὐερκεῖς | εὐερκῆ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | εὐερκεῖ | τὼ | εὐερκεῖ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | εὐερκοῖν | τοῖν | εὐερκοῖν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'συνεχής' όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
εὐερκής, -ής, -ές, υπερθετικός : εὐερκέστατος
- που έχει καλή περίφραξη, καλοτοιχισμένος, καλά περιφραγμένος
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 9 (Ι. Πρεσβεία πρὸς Ἀχιλλέα. Λιταί.), στίχ. 472 (470-473)
- εἰνάνυχες δέ μοι ἀμφ᾽ αὐτῷ παρὰ νύκτας ἴαυον· | οἱ μὲν ἀμειβόμενοι φυλακὰς ἔχον, οὐδέ ποτ᾽ ἔσβη | πῦρ, ἕτερον μὲν ὑπ᾽ αἰθούσῃ εὐερκέος αὐλῆς, | ἄλλο δ᾽ ἐνὶ προδόμῳ, πρόσθεν θαλάμοιο θυράων.
- Κι εννέα νύκτες έμειναν κοντά μου και αλλαζόνταν | στην φύλαξιν και την φωτιάν ακοίμητην κρατούσαν, | άλλην στης καλοτείχιστης αυλής μέσα στον γύρον | και άλλην στον πρόδρομον, εμπρός στην θύραν του θαλάμου·
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- εἰνάνυχες δέ μοι ἀμφ᾽ αὐτῷ παρὰ νύκτας ἴαυον· | οἱ μὲν ἀμειβόμενοι φυλακὰς ἔχον, οὐδέ ποτ᾽ ἔσβη | πῦρ, ἕτερον μὲν ὑπ᾽ αἰθούσῃ εὐερκέος αὐλῆς, | ἄλλο δ᾽ ἐνὶ προδόμῳ, πρόσθεν θαλάμοιο θυράων.
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, Ἔργα καὶ Ἡμέραι, 732 (731-732)
- ἑζόμενος δ᾽ ὅ γε θεῖος ἀνήρ, πεπνυμένα εἰδώς, | ἠ᾽ ὅ γε πρὸς τοῖχον πελάσας εὐερκέος αὐλῆς.
- Ο θεϊκός ο άνθρωπος, με το μυαλό το φρόνιμο, καθισμένος κατουρά | ή πλησιάζοντας στον τοίχο μιας αυλής καλοφραγμένης.
- Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
- ἑζόμενος δ᾽ ὅ γε θεῖος ἀνήρ, πεπνυμένα εἰδώς, | ἠ᾽ ὅ γε πρὸς τοῖχον πελάσας εὐερκέος αὐλῆς.
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Πίνδαροςw, Ὀλυμπιονίκαιςw, 13. Ξενοφῶντι Κορινθίῳ σταδιοδρόμῳ καὶ πεντάθλῳ, 109 (13.109)
- καὶ Μέγαρ᾽ Αἰακιδᾶν τ᾽ εὐερκὲς ἄλσος
- και τα Μέγαρα και των Αιακιδών το καλοφραγμένο τέμενος
- Μετάφραση (2004): Γιάννης Οικονομίδης, @greek‑language.gr
- καὶ Μέγαρ᾽ Αἰακιδᾶν τ᾽ εὐερκὲς ἄλσος
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 9 (Ι. Πρεσβεία πρὸς Ἀχιλλέα. Λιταί.), στίχ. 472 (470-473)
- (για πόρτες) ασφαλής
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 17 (ρ. Τηλεμάχου καὶ Ὀδυσσέως ἐπάνοδος εἰς Ἰθάκην.), στίχ. 267 (267-268)
- θύραι δ᾽ εὐερκέες εἰσὶ | δικλίδες· οὐκ ἄν τίς μιν ἀνὴρ ὑπεροπλίσσαιτο.
- πόρτες ασφαλισμένες, | δίφυλλες, ποιος θα μπορούσε τάχα να τις παραβιάσει.
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- θύραι δ᾽ εὐερκέες εἰσὶ | δικλίδες· οὐκ ἄν τίς μιν ἀνὴρ ὑπεροπλίσσαιτο.
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 17 (ρ. Τηλεμάχου καὶ Ὀδυσσέως ἐπάνοδος εἰς Ἰθάκην.), στίχ. 267 (267-268)
- (για δίχτυα) που περιβάλλει, που περικλείει
- κρητικός τύπος : οὐερκής
Παράγωγα
- εὐέρκεια
- εὐερκῶς (επίρρημα)
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη ἕρκος
Αναφορές
- s.v.- ἕρκος σελ. 460 - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
Πηγές
- εὐερκής - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- εὐερκής - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.