θηλιά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | θηλιά | οι | θηλιές |
| γενική | της | θηλιάς | των | θηλιών |
| αιτιατική | τη | θηλιά | τις | θηλιές |
| κλητική | θηλιά | θηλιές | ||
| Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

η θηλιά της κρεμάλας
Ετυμολογία
- θηλιά < μεσαιωνική ελληνική θηλεά < αρχαία ελληνική θήλεια, θηλυκό του επιθέτου θῆλυς
Ουσιαστικό
θηλιά θηλυκό
- σχοινί ή κορδόνι ή σύρμα ή άλλο παρόμοιο που σχηματίζει κυκλικό κόμπο του οποίου το άνοιγμα αυξομειώνεται
- ο βρόχος (η κρεμάλα)
- νήμα σε ρούχα που σχηματίζει κύκλο και χρησιμεύει για να τα κρεμάμε ή να περάσει από μέσα ένα κουμπί
Συγγενικά
- θηλίτσα
Μεταφράσεις
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.