ἐπιπολασμός

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἐπιπολασμός οἱ ἐπιπολασμοί
      γενική τοῦ ἐπιπολασμοῦ τῶν ἐπιπολασμῶν
      δοτική τῷ ἐπιπολασμ τοῖς ἐπιπολασμοῖς
    αιτιατική τὸν ἐπιπολασμόν τοὺς ἐπιπολασμούς
     κλητική ! ἐπιπολασμέ ἐπιπολασμοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἐπιπολασμώ
γεν-δοτ τοῖν  ἐπιπολασμοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ἐπιπολασμός < ἐπιπολάζω < ἐπιπολή < ἐπί + πέλω

Ουσιαστικό

ἐπιπολασμός αρσενικό

  1. η παραμονή στην επιφάνεια
  2. η επίπλευση
  3. η άνοδος στην κορυφή
  4. (μεταφορικά) η υπερίσχυση, η επικράτηση
  5. (μεταφορικά) η αλαζονεία, η αυθάδεια, η έπαρση

Συνώνυμα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.