ἐπιπολασμός
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | ἐπιπολασμός | οἱ | ἐπιπολασμοί |
| γενική | τοῦ | ἐπιπολασμοῦ | τῶν | ἐπιπολασμῶν |
| δοτική | τῷ | ἐπιπολασμῷ | τοῖς | ἐπιπολασμοῖς |
| αιτιατική | τὸν | ἐπιπολασμόν | τοὺς | ἐπιπολασμούς |
| κλητική ὦ! | ἐπιπολασμέ | ἐπιπολασμοί | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἐπιπολασμώ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἐπιπολασμοῖν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
ἐπιπολασμός αρσενικό
- η παραμονή στην επιφάνεια
- η επίπλευση
- η άνοδος στην κορυφή
- (μεταφορικά) η υπερίσχυση, η επικράτηση
- (μεταφορικά) η αλαζονεία, η αυθάδεια, η έπαρση
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.