ἐπιπολάζω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ἐπιπολάζω < ἐπιπολή < ἐπί + πέλω

Ρήμα

ἐπιπολάζω

  1. βρίσκομαι ή μένω στην επιφάνεια
  2. επιπλέω
  3. (για πουλιά) πετώ από πάνω
  4. (για τροφή) μένω ψηλά, δεν οδηγούμαι στο στομάχι για χώνευση
  5. ανεβαίνω στην κορυφή
  6. επικρατώ, υπερισχύω
  7. είμαι άφθονος
  8. είμαι αυθάδης ή αλαζόνας
  9. περιπλανιέμαι, περιφέρομαι
  10. πλημμυρίζω
  11. ασχολούμαι με τη ρητορική
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.