ἐπιπολή
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | ἐπιπολή | αἱ | ἐπιπολαί |
| γενική | τῆς | ἐπιπολῆς | τῶν | ἐπιπολῶν |
| δοτική | τῇ | ἐπιπολῇ | ταῖς | ἐπιπολαῖς |
| αιτιατική | τὴν | ἐπιπολήν | τὰς | ἐπιπολᾱ́ς |
| κλητική ὦ! | ἐπιπολή | ἐπιπολαί | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἐπιπολᾱ́ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἐπιπολαῖν | ||
| 1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
ἐπιπολή θηλυκό
- επιφάνεια
- (η γενική πτώση επιρρηματικά) ἐπιπολῆς:
- επιφανειακά, στο άνω μέρος
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 6, 96.2
- ἐξήρτηται γὰρ τὸ ἄλλο χωρίον, καὶ μέχρι τῆς πόλεως ἐπικλινές τ' ἐστὶ καὶ ἐπιφανὲς πᾶν ἔσω: καὶ ὠνόμασται ὑπὸ τῶν Συρακοσίων διὰ τὸ ἐπιπολῆς τοῦ ἄλλου εἶναι Ἐπιπολαί.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 6, 96.2
- σαφώς, φανερά
- επιφανειακά, στο άνω μέρος
Συγγενικά
- Ἐπιπολαί (τοπωνύμιο έξω από τις Συρακούσες)
- και στην καθαρεύουσα ἐπιπολή
- ※ ἔβλεπε, λέγω, ἀνοικτὰ εἰς τὸ πέλαγος, ἔξω ἀπὸ τὰ δυὸ ἀνθισμένα νησάκια, τὰ φυλάττοντα ὡς σκοποὶ τὸ στόμιον τοῦ λιμένος, ἓν μελαγχολικὸν φῶς -κανδήλι, φανόν, λαμπάδα, ἢ ἄστρον πεσμένον- νὰ τρεμοφέγγῃ, ἐκεῖ μακράν, εἰς τὸ βάθος τῆς μελανωμένης εἰκόνος, ἐπιπολῆς εἰς τὸ κῦμα, καὶ νὰ στέκῃ ἐπὶ ὥρας, φαινόμενον ὡς νὰ ἔπλεε, καὶ μένον ἀκίνητον. (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Άνθος του γιαλού)
- χρήση στa νέα ελληνικά: όρος της ιατρικής) στην επιφάνεια του δέρματος
- τραύμα επιπολής - στρώματα επιπολής του δέρματος
Πηγές
- ἐπιπολή - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἐπιπολή - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.