ἐπιπόλασις

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἐπιπόλασῐς αἱ ἐπιπολάσεις
      γενική τῆς ἐπιπολάσεως τῶν ἐπιπολάσεων
      δοτική τῇ ἐπιπολάσει ταῖς ἐπιπολάσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν ἐπιπόλασῐν τὰς ἐπιπολάσεις
     κλητική ! ἐπιπόλασῐ ἐπιπολάσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἐπιπολάσει
γεν-δοτ τοῖν  ἐπιπολασέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ἐπιπόλασις < ἐπιπολάζω < ἐπιπολή < ἐπι- + πέλω  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

ἐπιπόλασιςθηλυκό (ᾰ)

Συνώνυμα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.