χώνευση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | χώνευση | οι | χωνεύσεις |
| γενική | της | χώνευσης* | των | χωνεύσεων |
| αιτιατική | τη | χώνευση | τις | χωνεύσεις |
| κλητική | χώνευση | χωνεύσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, χωνεύσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- χώνευση < → λείπει η ετυμολογία
Μεταφράσεις
χώνευση
|
→ δείτε τη λέξη χώνεμα |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.