Ἀχέρων
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | Ἀχέρων | οἱ | Ἀχέροντες |
| γενική | τοῦ | Ἀχέροντος | τῶν | Ἀχερόντων |
| δοτική | τῷ | Ἀχέροντῐ | τοῖς | Ἀχέρουσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὸν | Ἀχέροντᾰ | τοὺς | Ἀχέροντᾰς |
| κλητική ὦ! | Ἀχέρον | Ἀχέροντες | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Ἀχέροντε | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | Ἀχερόντοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'γέρων' όπως «γέρων» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Ἀχέρων < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *n̥- (ἀ-) + *ǵʰer- (χαίρω, επιθυμώ, βρίσκω ευχαρίστηση) + *-onts (-ων)
Κύριο όνομα
Ἀχέρων αρσενικό
Συγγενικά
- Ἀχερόντειος
- Ἀχερόντειος
- Ἀχεροντιάς
- Ἀχερόντιος
- Ἀχεροντίς
- Ἀχερουσία
- Ἀχερουσιάς
- Ἀχερούσιος
- Ἀχερουσίς
- → δείτε τη λέξη χαίρω
Πηγές
- Ἀχέρων - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- https://smerdaleos.wordpress.com
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.