Αχέροντας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Αχέροντας οι Αχέροντες
      γενική του Αχέροντα των Αχερόντων
    αιτιατική τον Αχέροντα τους Αχέροντες
     κλητική Αχέροντα Αχέροντες
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Αχέροντας < αρχαία ελληνική Ἀχέρων

Κύριο όνομα

Αχέροντας αρσενικό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.