ὀργήν ἄκρος
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
Έκφραση
ὀργὴν ἄκρος
- οξύθυμος, αψύς
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 2 (Εὐτέρπη), 40.3
- νοστήσαντας δὲ αὐτοὺς κεινῇσι χερσὶ ὁ Κυαξάρης (ἦν γάρ, ὡς διέδεξε, ὀργὴν [οὐκ] ἄκρος) τρηχέως κάρτα περιέσπε ἀεικείῃ.
- Όταν γύρισαν πίσω με τα χέρια αδειανά, ο Κυαξάρης (γιατί ήταν, όπως και το απέδειξε, εξαιρετικά αψύς) τους φέρθηκε πολύ σκληρά — όπως δεν έπρεπε.
- Μετάφραση (1992): Λεωνίδας Ζενάκος Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
- νοστήσαντας δὲ αὐτοὺς κεινῇσι χερσὶ ὁ Κυαξάρης (ἦν γάρ, ὡς διέδεξε, ὀργὴν [οὐκ] ἄκρος) τρηχέως κάρτα περιέσπε ἀεικείῃ.
- ≈ συνώνυμα: ἀκράχολος, ἀκρόχολος
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 2 (Εὐτέρπη), 40.3
Πηγές
- ὀργή - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.