φιλανδρία
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- φιλανδρία < φίλανδρος
Ουσιαστικό
φιλανδρία θηλυκό
- η αγάπη προς τους άνδρες γενικά
- η αγάπη γυναίκας προς τον σύζυγο ειδικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.