ἀνδρεῖος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | ἀνδρεῖος | ἡ | ἀνδρείᾱ | τὸ | ἀνδρεῖον |
| γενική | τοῦ | ἀνδρείου | τῆς | ἀνδρείᾱς | τοῦ | ἀνδρείου |
| δοτική | τῷ | ἀνδρείῳ | τῇ | ἀνδρείᾳ | τῷ | ἀνδρείῳ |
| αιτιατική | τὸν | ἀνδρεῖον | τὴν | ἀνδρείᾱν | τὸ | ἀνδρεῖον |
| κλητική ὦ! | ἀνδρεῖε | ἀνδρείᾱ | ἀνδρεῖον | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | ἀνδρεῖοι | αἱ | ἀνδρεῖαι | τὰ | ἀνδρεῖᾰ |
| γενική | τῶν | ἀνδρείων | τῶν | ἀνδρείων | τῶν | ἀνδρείων |
| δοτική | τοῖς | ἀνδρείοις | ταῖς | ἀνδρείαις | τοῖς | ἀνδρείοις |
| αιτιατική | τοὺς | ἀνδρείους | τὰς | ἀνδρείᾱς | τὰ | ἀνδρεῖᾰ |
| κλητική ὦ! | ἀνδρεῖοι | ἀνδρεῖαι | ἀνδρεῖᾰ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀνδρείω | τὼ | ἀνδρείᾱ | τὼ | ἀνδρείω |
| γεν-δοτ | τοῖν | ἀνδρείοιν | τοῖν | ἀνδρείαιν | τοῖν | ἀνδρείοιν |
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λόγιος' όπως «ὡραῖος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ἀνδρεῖος, ήδη τον 7ο αιώνα στον Αλκμάνα < (ἀνήρ) ἀνδρ- + -εῖος
Επίθετο
ἀνδρεῖος, -α, -ον, συγκριτικός : ἀνδρειότερος, υπερθετικός : ἀνδρειότατος
- ανδρικός, που έχει σχέση με άντρες
- αρρενωπός, ανδροπρεπής
- δυνατός, ρωμαλέος
- πεισματάρης
- ἀνδρέϊος
- ιωνικός τύπος : ἀνδρήιος, -η, -ον
Παράγωγα
- (ουσιαστικοποιημένο) τό ἀνδρεῖον, τά ἀνδρεῖα
- ανδρείως (επίρρημα)
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις ἀνδρεία και ἀνήρ για το θέμα ἀνδρ-
- γυναικεῖος
- το νεοελληνικό ανδρείος (γενναίος)
Πηγές
- ἀνδρεῖος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀνδρεῖος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.