φίλανδρος

Αρχαία ελληνικά (grc)

λείπει η κλίση

Ετυμολογία

φίλανδρος < (φίλος) φίλ- + -ανδρος (ἀνήρ)

Επίθετο

φίλανδρος, -η, -ο

  1. που αγαπά υπερβολικά τους άνδρες
  2. που αγαπά τις ανδρικές συνήθειες, τους ανδρικούς τρόπους
  3. που αγαπά τον σύζυγο κάποιας άλλης

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.