άπωση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η άπωση οι απώσεις
      γενική της άπωσης* των απώσεων
    αιτιατική την άπωση τις απώσεις
     κλητική άπωση απώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, απώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

άπωση < αρχαία ελληνική ἄπωσις < ἀπό + ὠθέω/ὠθῶ (2.(σημασιολογικό δάνειο) (γαλλικά) répulsion)

Ουσιαστικό

άπωση θηλυκό

  1. (φυσική) η (αμοιβαία) δύναμη απώθησης δύο σωμάτων μεταξύ τους
    στον πόλο του μαγνήτη παρατηρείται το φαινόμενο της έλξης και της άπωσης
  2. (ψυχολογία) η απώθηση
    Σκηνές γεμάτες ευαισθησία, αγωνία, ενοχή, έλξη και άπωση, πάθος και μίσος φτιάχνουν το παζλ μιας συγκλονιστικής ιστορίας αναζητώντας όλα τα φώτα και τα σκοτάδια της μητρικής αγάπης. (*)

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.