άπωση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | άπωση | οι | απώσεις |
| γενική | της | άπωσης* | των | απώσεων |
| αιτιατική | την | άπωση | τις | απώσεις |
| κλητική | άπωση | απώσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, απώσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- άπωση < αρχαία ελληνική ἄπωσις < ἀπό + ὠθέω/ὠθῶ (2.(σημασιολογικό δάνειο) (γαλλικά) répulsion)
Ουσιαστικό
άπωση θηλυκό
Αντώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.