ὕφανσις

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ὕφανσῐς αἱ ὑφάνσεις
      γενική τῆς ὑφάνσεως τῶν ὑφάνσεων
      δοτική τῇ ὑφάνσει ταῖς ὑφάνσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν ὕφανσῐν τὰς ὑφάνσεις
     κλητική ! ὕφανσῐ ὑφάνσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ὑφάνσει
γεν-δοτ τοῖν  ὑφανσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ὕφανσις < αρχαία ελληνική ὑφαίνω

Ουσιαστικό

ὕφανσις θηλυκό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.