ύστατη
Νέα ελληνικά
(el)
Κλιτικός τύπος επιθέτου
ύστατη
ονομαστική
,
αιτιατική
και
κλητική
ενικού
,
θηλυκού
γένους
του
ύστατος
Ομώνυμα / Ομόηχα
ύστατοι
σημασία:
τελευταία/οριστική
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.