ύαινα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ύαινα | οι | ύαινες |
| γενική | της | ύαινας | των | υαινών |
| αιτιατική | την | ύαινα | τις | ύαινες |
| κλητική | ύαινα | ύαινες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ύαινα < αρχαία ελληνική ὕαινα
Ουσιαστικό
ύαινα θηλυκό
Μεταφράσεις
ύαινα
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
