ούγινα
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ούγινα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ὕαινα, με διατήρηση της αρχαιοελληνικής προφοράς του υ ως u και ανάπτυξη του [ʝ]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈu.ʝi.na/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ού‐γι‐να
Πηγές
- Αγγελική Ράλλη (2017), Λεξικό διαλεκτικής ποικιλίας Κυδωνιών, Μοσχονησίων & Βορειοανατολικής Λέσβου. Παλλήνη: Ελληνικό Ίδρυμα Ιστορικών Μελετών [ΙΔΙΣΜΕ]. ISBN 978-960-9789-06-6, σελ. 234.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.