όμβρος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | όμβρος | οι | όμβροι |
| γενική | του | όμβρου | των | όμβρων |
| αιτιατική | τον | όμβρο | τους | όμβρους |
| κλητική | όμβρε | όμβροι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- όμβρος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὄμβρος (νεροποντή, μπόρα, καταιγίδα) [1][2]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈoɱ.vɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : όμ‐βρος
Ουσιαστικό
όμβρος αρσενικό
- (μετεωρολογία, λόγιο) η καταρρακτώδης βροχή
- ※ στα ορεινά της βόρειας χώρας τις απογευματινές ώρες θα εκδηλωθούν τοπικοί όμβροι.
- Από το αρχείο προγνώσεων της Εθνικής Μετεωρολογικής Υπηρεσίας
- ※ στα ορεινά της βόρειας χώρας τις απογευματινές ώρες θα εκδηλωθούν τοπικοί όμβροι.
Πολυλεκτικοί όροι
- όμβρια ύδατα
Συγγενικά
- ανομβρία
- άνομβρος
- επομβρίζω (παρωχημένο)
- όμβριος
- ομβροποιός (παρωχημένο)
- ομβροσυλλεκτήρας
- πολυομβρία
Μεταφράσεις
όμβρος
|
Αναφορές
- όμβρος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- όμβρος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.