πολυομβρία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πολυομβρία | οι | πολυομβρίες |
| γενική | της | πολυομβρίας | των | πολυομβριών |
| αιτιατική | την | πολυομβρία | τις | πολυομβρίες |
| κλητική | πολυομβρία | πολυομβρίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πολυομβρία < ελληνιστική κοινή πολυομβρία < πολύομβρος < αρχαία ελληνική πολύς + ὄμβρος
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
πολυομβρία
|
|
Πηγές
- πολυομβρία - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- πολυομβρία - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.