όλκιμος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο όλκιμος η όλκιμη το όλκιμο
      γενική του όλκιμου της όλκιμης του όλκιμου
    αιτιατική τον όλκιμο την όλκιμη το όλκιμο
     κλητική όλκιμε όλκιμη όλκιμο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι όλκιμοι οι όλκιμες τα όλκιμα
      γενική των όλκιμων των όλκιμων των όλκιμων
    αιτιατική τους όλκιμους τις όλκιμες τα όλκιμα
     κλητική όλκιμοι όλκιμες όλκιμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

όλκιμος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὅλκιμος < ὁλκή < ἕλκω (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική ductile) [1]

Επίθετο

όλκιμος, -η, -ο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.