ὁλκιμότης
Νέα ελληνικά (el)
| καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | ὁλκιμότης | οἱ | ὁλκιμότητες | ||||
| γενική | τοῦ | ὁλκιμότητος | τῶν | ὁλκιμοτήτων | ||||
| δοτική | τῷ | ὁλκιμότητι | τοῖς | ὁλκιμότησι(ν) | ||||
| αιτιατική | τὸν | ὁλκιμότητα | τοὺς | ὁλκιμότητας | ||||
| κλητική ὦ! | ὁλκιμότης | ὁλκιμότητες | ||||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- ὁλκιμότης < αρχαία ελληνική ὅλκιμος < ὁλκή < ἕλκω → και δείτε τη λέξη ολκιμότητα
Προφορά
- ΔΦΑ : /ol.ciˈmo.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ὁλ‐κι‐μό‐της
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.