όζαινα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η όζαινα οι όζαινες
      γενική της όζαινας των οζαινών
    αιτιατική την όζαινα τις όζαινες
     κλητική όζαινα όζαινες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

όζαινα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ὄζαινα < αρχαία ελληνική ὄζω (σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική ozaena[1])

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈo.ze.na/
τυπογραφικός συλλαβισμός: όζαινα

Ουσιαστικό

όζαινα θηλυκό

Υπερώνυμα

Συγγενικά

  • Ozena στην ιταλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην ιταλική Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. όζαινα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.