οζαινίτης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | οζαινίτης | οι | οζαινίτες |
| γενική | του | οζαινίτη | των | οζαινιτών |
| αιτιατική | τον | οζαινίτη | τους | οζαινίτες |
| κλητική | οζαινίτη | οζαινίτες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- οζαινίτης < ελληνιστική κοινή ὀζαινίτης < ὄζαινα < αρχαία ελληνική ὄζω
Μεταφράσεις
οζαινίτης
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.