οζαινίτης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο οζαινίτης οι οζαινίτες
      γενική του οζαινίτη των οζαινιτών
    αιτιατική τον οζαινίτη τους οζαινίτες
     κλητική οζαινίτη οζαινίτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

οζαινίτης < ελληνιστική κοινή ὀζαινίτης < ὄζαινα < αρχαία ελληνική ὄζω

Ουσιαστικό

οζαινίτης αρσενικό

  1. που αναδίδει οσμή σαν της όζαινας
  2. (βοτανική) νάρδος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.