ὄζαινα

Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ὄζαιν αἱ ὄζαιναι
      γενική τῆς ὀζαίνης τῶν ὀζαινῶν
      δοτική τῇ ὀζαίν ταῖς ὀζαίναις
    αιτιατική τὴν ὄζαινᾰν τὰς ὀζαίνᾱς
     κλητική ! ὄζαιν ὄζαιναι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ὀζαίν
γεν-δοτ τοῖν  ὀζαίναιν
1η κλίση, Κατηγορία 'θάλασσα' όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ὄζαινα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

ὄζαινα, -ης θηλυκό

  1. (ιατρική) ρινική νόσος με έκκριση πυώδους και δυσώδους υγρού
      2ος κε αιώνας Γαληνός, De compositione medicamentorum secundum locos I-VI, 3.3 @scaife.perseus
    Ἐκ μὲν τοῦ γένους τῶν παρὰ φύσιν ὄγκων οἱ πολύποδες ἐν ταῖς ῥισὶ γεννῶνται· κατὰ δὲ τὸ τῶν ἑλκώσεων αἱ ὄζαιναι·
  2. (θαλάσσιο ζώο) θαλάσσιος πολύποδας που αναδύει έντονη οσμή
     συνώνυμα: ὀσμύλη, βολβίταινα

Συγγενικά

  • ὀζαινικός
  • ὀζαινίτης
  • ὀζαινῖτις
  • ὀζαίνομαι
  •  και δείτε τη λέξη ὄζω

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.