ὠφέλεια
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | ὠφέλειᾰ | αἱ | ὠφέλειαι |
| γενική | τῆς | ὠφελείᾱς | τῶν | ὠφελειῶν |
| δοτική | τῇ | ὠφελείᾳ | ταῖς | ὠφελείαις |
| αιτιατική | τὴν | ὠφέλειᾰν | τὰς | ὠφελείᾱς |
| κλητική ὦ! | ὠφέλειᾰ | ὠφέλειαι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὠφελείᾱ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ὠφελείαιν | ||
| 1η κλίση, Κατηγορία 'βοήθεια' όπως «βοήθεια» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
ὠφέλεια, -ας (& ὠφελία ανάλογα με το ρυθμό στην ποίηση)
- συνδρομή, επικουρία στρατιωτικής φύσης
- βοήθεια, υποστήριξη
- χρησιμότητα, κέρδος, όφελος
- λεία, λάφυρο (το κέρδος από πόλεμο ή κυνήγι)
- το θήραμα
Αναφορές
- ωφελώ - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- ὠφέλεια - Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής - Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2006‑2008. greek‑language.gr
- ὠφέλεια - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ὠφέλεια - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.