ωτόλιθος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ωτόλιθος οι ωτόλιθοι
      γενική του ωτόλιθου των ωτόλιθων
    αιτιατική τον ωτόλιθο τους ωτόλιθους
     κλητική ωτόλιθε ωτόλιθοι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ωτόλιθος < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική otolith[1] ή λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική otolithe[1] < αρχαία ελληνική ὠτο- < οὖς + λίθος

Προφορά

ΔΦΑ : /oˈto.li.θos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ωτόλιθος

Ουσιαστικό

ωτόλιθος αρσενικό

  • ὠτόλιθος

  • Otolith στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια

Πηγές

Μεταφράσεις

  1. ωτόλιθος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.