έσω ους
Νέα ελληνικά (el)
→ λείπει η κλίση
Ετυμολογία
- έσω ους < έσω + ους ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική inner ear)
Πολυλεκτικός όρος
έσω ους ουδέτερο
-
έσω ους στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.