έως

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

έως < αρχαία ελληνική ἕως (πρόθεση)

Πρόθεση

έως και ως

  1. (τοπικά) μέχρι ένα ορισμένο σημείο
    τον συνόδευσε έως την έξοδο
  2. (χρονικά) μέχρι να συμπληρωθεί ένα χρονικό διάστημα, πριν μια ορισμένη χρονική στιγμή
    θα δουλέψω έως τις έξι

Συνώνυμα

Σημειώσεις

  1. Η πρόθεση συντάσσεται με αιτιατική και σπανιότερα με γενική, σε αρχαιοπρεπείς εκφράσεις
  2. Στον καθημερινό λόγο είναι συνηθέστερη η συντομότερη μορφή της λέξης (ως), ιδιαίτερα σε φράσεις με τοπική σημασία.

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.