έως
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- έως < αρχαία ελληνική ἕως (πρόθεση)
Πρόθεση
έως και ως
- (τοπικά) μέχρι ένα ορισμένο σημείο
- τον συνόδευσε έως την έξοδο
- (μεταφορικά)
- περίλυπος έως θανάτου η ψυχή μου
- (χρονικά) μέχρι να συμπληρωθεί ένα χρονικό διάστημα, πριν μια ορισμένη χρονική στιγμή
- θα δουλέψω έως τις έξι
Σημειώσεις
- Η πρόθεση συντάσσεται με αιτιατική και σπανιότερα με γενική, σε αρχαιοπρεπείς εκφράσεις
- Στον καθημερινό λόγο είναι συνηθέστερη η συντομότερη μορφή της λέξης (ως), ιδιαίτερα σε φράσεις με τοπική σημασία.
Μεταφράσεις
έως
|
→ δείτε τη λέξη μέχρι |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.