ακόμα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ακόμα < ακόμη με μεταπλασμό σε -α κατά τα επιρρήματα όπως «τώρα» [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /aˈko.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ακόμα

Επίρρημα

ακόμα

Εκφράσεις

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.