ακόμα
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ακόμα < ακόμη με μεταπλασμό σε -α κατά τα επιρρήματα όπως «τώρα» [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /aˈko.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐κό‐μα
Εκφράσεις
Μεταφράσεις
ακόμα
|
Αναφορές
- ακόμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.