ωρυόμενος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ωρυόμενος | η | ωρυόμενη | το | ωρυόμενο |
| γενική | του | ωρυόμενου | της | ωρυόμενης | του | ωρυόμενου |
| αιτιατική | τον | ωρυόμενο | την | ωρυόμενη | το | ωρυόμενο |
| κλητική | ωρυόμενε | ωρυόμενη | ωρυόμενο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ωρυόμενοι | οι | ωρυόμενες | τα | ωρυόμενα |
| γενική | των | ωρυόμενων | των | ωρυόμενων | των | ωρυόμενων |
| αιτιατική | τους | ωρυόμενους | τις | ωρυόμενες | τα | ωρυόμενα |
| κλητική | ωρυόμενοι | ωρυόμενες | ωρυόμενα | |||
| ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ωρυόμενος: (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὠρυόμενος μετοχή ενεστώτα του παθητικού ρήματος ὠρύομαι
Προφορά
- ΔΦΑ : /o.ɾiˈo.me.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ω‐ρυ‐ό‐με‐νος
Μετοχή
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.