ωραιοπάθεια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ωραιοπάθεια | οι | ωραιοπάθειες |
| γενική | της | ωραιοπάθειας | των | ωραιοπαθειών |
| αιτιατική | την | ωραιοπάθεια | τις | ωραιοπάθειες |
| κλητική | ωραιοπάθεια | ωραιοπάθειες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /o.ɾe.oˈpa.θi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ω‐ραι‐ο‐πά‐θει‐α
Ουσιαστικό
ωραιοπάθεια θηλυκό, μόνο στον ενικό
Μεταφράσεις
ωραιοπάθεια
Πηγές
- ωραιοπάθεια - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.