ωραιοπάθεια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ωραιοπάθεια οι ωραιοπάθειες
      γενική της ωραιοπάθειας των ωραιοπαθειών
    αιτιατική την ωραιοπάθεια τις ωραιοπάθειες
     κλητική ωραιοπάθεια ωραιοπάθειες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ωραιοπάθεια < ωραιο- + -πάθεια

Προφορά

ΔΦΑ : /o.ɾe.oˈpa.θi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ωραιοπάθεια

Ουσιαστικό

ωραιοπάθεια θηλυκό, μόνο στον ενικό

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις ωραίος και πάθος

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.