ωραιοπαθής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ωραιοπαθής | η | ωραιοπαθής | το | ωραιοπαθές |
| γενική | του | ωραιοπαθούς* | της | ωραιοπαθούς | του | ωραιοπαθούς |
| αιτιατική | τον | ωραιοπαθή | την | ωραιοπαθή | το | ωραιοπαθές |
| κλητική | ωραιοπαθή(ς) | ωραιοπαθής | ωραιοπαθές | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ωραιοπαθείς | οι | ωραιοπαθείς | τα | ωραιοπαθή |
| γενική | των | ωραιοπαθών | των | ωραιοπαθών | των | ωραιοπαθών |
| αιτιατική | τους | ωραιοπαθείς | τις | ωραιοπαθείς | τα | ωραιοπαθή |
| κλητική | ωραιοπαθείς | ωραιοπαθείς | ωραιοπαθή | |||
| * Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
| Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
ωραιοπαθής, -ής, -ές
Συγγενικά
Μεταφράσεις
ωραιοπαθής
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.