αυταρέσκεια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αυταρέσκεια | οι | αυταρέσκειες |
| γενική | της | αυταρέσκειας | των | αυταρεσκειών |
| αιτιατική | την | αυταρέσκεια | τις | αυταρέσκειες |
| κλητική | αυταρέσκεια | αυταρέσκειες | ||
| Ο πληθυντικός είναι δύσχρηστος | ||||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αυταρέσκεια < αυτ- + αρέσκεια
Ουσιαστικό
αυταρέσκεια θηλυκό
- η αίσθηση του να είναι κανείς ικανοποιημένος από τον εαυτό του, αγνοώντας τις αδυναμίες του ή πιθανές αντιξοότητες
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.