ωραιο-
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ωραιο- < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ὡραιο- < αρχαία ελληνική ὡραῖο(ς) (στη σωστή στιγμή)
Προφορά
- ΔΦΑ : /o.ɾe.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ω‐ραι‐ο-
Πρόθημα
ωραιο- & ωραιό-
- το επίθετο ωραίος ως πρώτο συνθετικό, εκφράζοντας σχέση με την ομορφιά
- ωραιοπαθής
- ωραιόκοσμος
- ωριο- (λαϊκότροπο)
Συνώνυμα
- ομορφο-
Σύνθετα
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα ωραιο- στο Βικιλεξικό
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα ωραιό- στο Βικιλεξικό
- ωραιο- - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
Μεταφράσεις
ωραιο-
|
|
Πηγές
- ωραιο- - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.