ωραιο-

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ωραιο- < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ὡραιο- < αρχαία ελληνική ὡραῖο(ς) (στη σωστή στιγμή)

Προφορά

ΔΦΑ : /o.ɾe.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ωραιο-

Πρόθημα

ωραιο- & ωραιό-

Συνώνυμα

  • ομορφο-

Σύνθετα

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.