ψιττακοί
Νέα ελληνικά (el)
Αρχαία ελληνικά (grc)
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
ψιττακοί αρσενικό
- ((ελληνιστική κοινή)) ονομαστική και κλητική πληθυντικού του ψιττακός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.