ψιττακισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ψιττακισμός | οι | ψιττακισμοί |
| γενική | του | ψιττακισμού | των | ψιττακισμών |
| αιτιατική | τον | ψιττακισμό | τους | ψιττακισμούς |
| κλητική | ψιττακισμέ | ψιττακισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ψιττακισμός < ψιττακός
Ουσιαστικό
ψιττακισμός αρσενικό
- το να επαναλαμβάνει κάποιος μηχανικά όσα ακούει χωρίς να τα κατανοεί
- ο παπαγαλισμός
Συγγενικά
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
ψιττακισμός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.