ψηλώνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ψηλώνω < ψηλός + -ώνω

Προφορά

ΔΦΑ : /psiˈlo.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ψηλώνω
ομόηχο: ψιλώνω

Ρήμα

ψηλώνω, πρτ.: ψήλωνα, στ.μέλλ.: θα ψηλώσω, αόρ.: ψήλωσα, μτχ.π.π.: ψηλωμένος (χωρίς παθητική φωνή)

  1. (αμετάβατο) γίνομαι πιο ψηλός, αυξάνεται το ύψος μου
    το παιδί ψήλωσε απότομα αυτούς τους τελευταίους μήνες
  2. (αμετάβατο) (μεταφορικά) αισθάνομαι ότι γίνομαι καλύτερος, δυνατότερος, πιο αξιόλογος, υψηλοφρονώ
    • παραφρονώ
        Της Φραγκογιαννούς άρχισε πράγματι «να ψηλώνη ο νους της». Είχε «παραλογίσει» επί τέλους. Επόμενον ήτο, διότι είχεν εξαρθή εις ανώτερα ζητήματα. Έκλινεν επί του λίκνου. Έχωσε τους δύο μακρούς, σκληρούς δακτύλους μέσα εις το στόμα του μικρού, διά να «το σκάση». (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Η Φόνισσα)
  3. (αμετάβατο) ανεβαίνω σε μεγαλύτερο ύψος
    ψήλωσε ο ήλιος και άρχισε η ζέστη
  4. (μεταβατικό) αυξάνω το ύψος ενός πράγματος
    τα κάγκελα της βεράντας είναι επικίνδυνα για το μωρό και πρέπει να τα ψηλώσουμε
  5. (μεταβατικό) κάνω κάποιον να φαίνεται πιο ψηλός από όσο είναι
    τα στενά παντελόνια την ψηλώνουν

Παράγωγα

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.