ψήλωμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ψήλωμα | τα | ψηλώματα |
| γενική | του | ψηλώματος | των | ψηλωμάτων |
| αιτιατική | το | ψήλωμα | τα | ψηλώματα |
| κλητική | ψήλωμα | ψηλώματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
ψήλωμα ουδέτερο
- το αποτέλεσμα του ψηλώνω, η διαδικασία, η φάση της ανάπτυξης σε ανθρώπους, φυτά και ζώα, αλλά και η απόκτηση επιπλέον ύψους σε αντικείμενα
Μεταφράσεις
ψήλωμα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.