πυργώνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- πυργώνω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική πυργόω, αναλύεται συγχρονικά σε πύργος + -ώνω
Προφορά
- ΔΦΑ : /pirˈɣo.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πυρ‐γώ‐νω
Ρήμα
πυργώνω, πρτ.: πύργωνα, στ.μέλλ.: θα πυργώσω, αόρ.: πύργωσα, παθ.φωνή: πυργώνομαι, μτχ.π.π.: πυργωμένος
- οχυρώνω ένα χώρο με πύργους
- (μεταφορικά), (λογοτεχνικό) ορθώνω, ψηλώνω κάτι ώστε να λάβει μέγεθος σαν ένα πύργο
- ※ Κ' εὐθὺς ἐπυργωθήκανε τὰ κύματ' ὣς στ' ἀστέρια (Γεώργιος Βιζυηνός, Τὰ ὄρη καὶ τὰ κύματα)
Συγγενικά
→ και δείτε τη λέξη πύργος
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | πυργώνω | πύργωνα | θα πυργώνω | να πυργώνω | πυργώνοντας | |
| β' ενικ. | πυργώνεις | πύργωνες | θα πυργώνεις | να πυργώνεις | πύργωνε | |
| γ' ενικ. | πυργώνει | πύργωνε | θα πυργώνει | να πυργώνει | ||
| α' πληθ. | πυργώνουμε | πυργώναμε | θα πυργώνουμε | να πυργώνουμε | ||
| β' πληθ. | πυργώνετε | πυργώνατε | θα πυργώνετε | να πυργώνετε | πυργώνετε | |
| γ' πληθ. | πυργώνουν(ε) | πύργωναν πυργώναν(ε) |
θα πυργώνουν(ε) | να πυργώνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | πύργωσα | θα πυργώσω | να πυργώσω | πυργώσει | ||
| β' ενικ. | πύργωσες | θα πυργώσεις | να πυργώσεις | πύργωσε | ||
| γ' ενικ. | πύργωσε | θα πυργώσει | να πυργώσει | |||
| α' πληθ. | πυργώσαμε | θα πυργώσουμε | να πυργώσουμε | |||
| β' πληθ. | πυργώσατε | θα πυργώσετε | να πυργώσετε | πυργώστε | ||
| γ' πληθ. | πύργωσαν πυργώσαν(ε) |
θα πυργώσουν(ε) | να πυργώσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω πυργώσει | είχα πυργώσει | θα έχω πυργώσει | να έχω πυργώσει | ||
| β' ενικ. | έχεις πυργώσει | είχες πυργώσει | θα έχεις πυργώσει | να έχεις πυργώσει | ||
| γ' ενικ. | έχει πυργώσει | είχε πυργώσει | θα έχει πυργώσει | να έχει πυργώσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε πυργώσει | είχαμε πυργώσει | θα έχουμε πυργώσει | να έχουμε πυργώσει | ||
| β' πληθ. | έχετε πυργώσει | είχατε πυργώσει | θα έχετε πυργώσει | να έχετε πυργώσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν πυργώσει | είχαν πυργώσει | θα έχουν πυργώσει | να έχουν πυργώσει |
| |
Μεταφράσεις
πυργώνω
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.