ψαμμόλιθος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ψαμμόλιθος οι ψαμμόλιθοι
      γενική του ψαμμόλιθου
& ψαμμολίθου
των ψαμμόλιθων
& ψαμμολίθων
    αιτιατική τον ψαμμόλιθο τους ψαμμόλιθους
& ψαμμολίθους
     κλητική ψαμμόλιθε ψαμμόλιθοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ψαμμόλιθος < ψάμμος + λίθος

Ουσιαστικό

ψαμμόλιθος αρσενικό

  1. ο ψαμμίτης
  2. (ιατρική) μερικές φορές λέγονται έτσι οι πέτρες στα νεφρά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.