ιζηματογενής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ιζηματογενής | η | ιζηματογενής | το | ιζηματογενές |
| γενική | του | ιζηματογενούς* | της | ιζηματογενούς | του | ιζηματογενούς |
| αιτιατική | τον | ιζηματογενή | την | ιζηματογενή | το | ιζηματογενές |
| κλητική | ιζηματογενή(ς) | ιζηματογενής | ιζηματογενές | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ιζηματογενείς | οι | ιζηματογενείς | τα | ιζηματογενή |
| γενική | των | ιζηματογενών | των | ιζηματογενών | των | ιζηματογενών |
| αιτιατική | τους | ιζηματογενείς | τις | ιζηματογενείς | τα | ιζηματογενή |
| κλητική | ιζηματογενείς | ιζηματογενείς | ιζηματογενή | |||
| * Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
| Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
ιζηματογενής
- (γεωλογία) που σχηματίζεται από ιζήματα
- ιζηματογενείς προσχώσεις, ιζηματογενή πετρώματα
Συγγενικά
Μεταφράσεις
ιζηματογενής
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.