ψήκτρα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ψήκτρα οι ψήκτρες
      γενική της ψήκτρας των ψηκτρών
    αιτιατική την ψήκτρα τις ψήκτρες
     κλητική ψήκτρα ψήκτρες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ψήκτρα < αρχαία ελληνική ψήκτρα (για το ξύσιμο των αλόγων συνηθως)

Ουσιαστικό

ψήκτρα θηλυκό

  1. η βούρτσα
  2. βούρτσα για τον καθαρισμό και την λίπανση του κοίλου των πυροβόλων
  3. ο χρωστήρας, το πινέλο

Μεταφράσεις


Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ψήκτρ αἱ ψῆκτραι
      γενική τῆς ψήκτρᾱς τῶν ψηκτρῶν
      δοτική τῇ ψήκτρ ταῖς ψήκτραις
    αιτιατική τὴν ψήκτρᾱν τὰς ψήκτρᾱς
     κλητική ! ψήκτρ ψῆκτραι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ψήκτρ
γεν-δοτ τοῖν  ψήκτραιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'χώρα' όπως «χώρα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ψήκτρα < ψήχω

Ουσιαστικό

ψήκτρα θηλυκό

  1. βούρτσα
    τὰ δὲ περὶ τὴν θεραπείαν ἐργαλεῖα, τὸ μὲν ἐκκαθαῖρον τὴν τρίχα πτερῷ ἐοικὸς ξύλον σπάθη, τὸ δὲ διακτενίζον σιδήριον πριονῶδες ὠδοντωμένον ψήκτρα. (Πολυδεύκης, Ονομαστικόν, 1, 185, 4)
  2. εργαλείο με το οποίο έξυναν οι αθλητές στην αρχαιότητα το σώμα τους για να καθαριστούν, ξύστρα
     συνώνυμα: στλεγγίς
  3. εργαλείο για το ξύσιμο του δέρματος ζώων (π.χ. αλόγων)
    ἑνὸς ἡμίσεος καθεψήσας, τὸ αὐτὸ ποίει, πρότερον τὸ δέρμα ψήκτρᾳ ἢ ὀστράκῳ ἀναδείρας καὶ ἐκτραχύνας. (Ιππιατρικά, 69, 14, 8)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.