χύση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | χύση | οι | χύσεις |
| γενική | της | χύσης* | των | χύσεων |
| αιτιατική | τη | χύση | τις | χύσεις |
| κλητική | χύση | χύσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, χύσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- χύση < αρχαία ελληνική χύσις (< αρχαία ελληνική χέω)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈçi.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χύ‐ση
- ομόηχο: χύσι
Ουσιαστικό
χύση θηλυκό
- εκροή, έκχυση, χύσιμο
- χύτευση
- έντονη βροχή
- (ναυτικός όρος) ρίξιμο φορτίου ενός σκάφους στη θάλασσα εξαιτίας κακοκαιρίας ή καταδίωξης
Μεταφράσεις
χύση
|
|
Πηγές
- χύση, στο lsj.gr.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.