χύση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χύση οι χύσεις
      γενική της χύσης* των χύσεων
    αιτιατική τη χύση τις χύσεις
     κλητική χύση χύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, χύσεως
Κατηγορία όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χύση < αρχαία ελληνική χύσις (< αρχαία ελληνική χέω)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈçi.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χύση
ομόηχο: χύσι

Ουσιαστικό

χύση θηλυκό

  1. εκροή, έκχυση, χύσιμο
  2. χύτευση
  3. έντονη βροχή
  4. (ναυτικός όρος) ρίξιμο φορτίου ενός σκάφους στη θάλασσα εξαιτίας κακοκαιρίας ή καταδίωξης

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.